- ἐσχατιώτης
- ἐσχᾰτ-ιώτης, ου, ὁ, fem. [suff] ἐσχᾰτ-ῶτις, ιδος,A on the frontier, as pr. n. of one from Ἐσχατιά (in Tenos), IG12(5).872, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσχατιώτης — ἐσχατιώτης, ὁ (θηλ. ἐσχατιῶτις) (Α) [εσχατιά] επιγρ. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα, στις εσχατιές ως κύριο όνομα από το προσηγ. ἐσχατιά … Dictionary of Greek
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek